Undisputed in greek
Translation: undisputed, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
αδιαφιλονίκητος, αμφισβητείται, αναμφισβήτητο, δεν αμφισβητείται, αδιαμφισβήτητο
Other Languages
Related words: undisputed
ufc, ufc undisputed, undisputed 3, ufc 3 undisputed, ufc 3, undisputed language dictionary greek, undisputed in greek
Translations
- undismayed in greek - απτόητος, Ήρεμη, Ήρεμη η
- undisputable in greek - αναμφισβήτητο, αναμφισβήτητη, αδιαμφισβήτητων, αδιαμφισβήτητο, αδιαμφισβήτητη
- undisputedly in greek - αναμφισβήτητα, αδιαμφισβήτητα, αδιαμφισβήτητου, ύπαρξη αδιαμφισβήτητων, αδιαμφισβήτητων
- undistinguishable in greek - δυσδιάκριτο, χωρίς να ξεχωρίζουν
Random words
Undisputed in greek - Dictionary: english » greek
Translations: αδιαφιλονίκητος, αμφισβητείται, αναμφισβήτητο, δεν αμφισβητείται, αδιαμφισβήτητο
Translations: αδιαφιλονίκητος, αμφισβητείται, αναμφισβήτητο, δεν αμφισβητείται, αδιαμφισβήτητο