Unexceptional in greek
Translation: unexceptional, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
ανεξαίρετος, συνήθης, εξαιρετικό χαρακτήρα, εμφανίζουν εξαιρετικό χαρακτήρα, δεν εμφανίζουν εξαιρετικό χαρακτήρα
Other Languages
Related words: unexceptional
unexceptional language dictionary greek, unexceptional in greek
Translations
- unexceptionable in greek - άμεμπτος, άψογη, αδιαμφισβήτητη, άψογης, δώσει λαβή για επικρίσεις
- unexceptionably in greek - άψογα, σε ικανοποιητικά, σε ικανοποιητικά επίπεδα, ικανοποιητικά επίπεδα
- unexcited in greek - αδιέγερτος, μη διεγερμένη, διεγερμένη
- unexercised in greek - αγύμναστος, μη ασκηθέντων, μη ασκηθέντα, της περιόδου εξάσκησης, μη εξασκημένα
Random words
Unexceptional in greek - Dictionary: english » greek
Translations: ανεξαίρετος, συνήθης, εξαιρετικό χαρακτήρα, εμφανίζουν εξαιρετικό χαρακτήρα, δεν εμφανίζουν εξαιρετικό χαρακτήρα
Translations: ανεξαίρετος, συνήθης, εξαιρετικό χαρακτήρα, εμφανίζουν εξαιρετικό χαρακτήρα, δεν εμφανίζουν εξαιρετικό χαρακτήρα