Unexercised in greek
Translation: unexercised, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
αγύμναστος, μη ασκηθέντων, μη ασκηθέντα, της περιόδου εξάσκησης, μη εξασκημένα
Other Languages
Related words: unexercised
unexercised language dictionary greek, unexercised in greek
Translations
- unexceptional in greek - ανεξαίρετος, συνήθης, εξαιρετικό χαρακτήρα, εμφανίζουν εξαιρετικό χαρακτήρα, δεν εμφανίζουν εξαιρετικό χαρακτήρα
- unexcited in greek - αδιέγερτος, μη διεγερμένη, διεγερμένη
- unexpected in greek - απροσδόκητος, απροσδόκητη, απροσδόκητο, απροσδόκητες, απρόσμενη
- unexpectedly in greek - απροσδόκητα, απρόσμενα, αναπάντεχα, απροσδοκήτως, ξαφνικά
Random words
Unexercised in greek - Dictionary: english » greek
Translations: αγύμναστος, μη ασκηθέντων, μη ασκηθέντα, της περιόδου εξάσκησης, μη εξασκημένα
Translations: αγύμναστος, μη ασκηθέντων, μη ασκηθέντα, της περιόδου εξάσκησης, μη εξασκημένα