Uninitiated in greek
Translation: uninitiated, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
αμύητος, ακατήχητος, αμύητους, αμύητο, μη μυημένους
Other Languages
Related words: uninitiated
uninitiated language dictionary greek, uninitiated in greek
Translations
- uninhabited in greek - ακατοίκητος, ακατοίκητο, ακατοίκητα, ακατοίκητη, ακατοίκητες
- uninhibited in greek - ανεμπόδιστη, χωρίς αναστολή, απρόσκοπτη, χωρίς αναστολές, ανεμπόδιστης
- uninjured in greek - απλήγωτος, ατραυμάτιστος, τραυματισθεί, χωρίς ίχνη τραυματισμού, μη κατεστραμμένο
- uninspired in greek - μη εμπνευσθείς, χωρίς έμπνευση, έμπνευση, ανέμπνευστο
Random words
Uninitiated in greek - Dictionary: english » greek
Translations: αμύητος, ακατήχητος, αμύητους, αμύητο, μη μυημένους
Translations: αμύητος, ακατήχητος, αμύητους, αμύητο, μη μυημένους