Unpractical in greek

Translation: unpractical, Dictionary: english » greek

Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
ανεφάρμοστος, μη πρακτική, πρακτικός, καθόλου πρακτικό, μη πρακτικά
Unpractical in greek
Other Languages

Related words: unpractical

unpractical language dictionary greek, unpractical in greek

Translations

  • unpopularity in greek - αντιδημοτικότητα, αντιδημοτικότης, αντιδημοτικότητάς, αντιδημοτικότητά, έλλειψη δημοτικότητας
  • unpopulated in greek - ακατοίκητες, ακατοίκητη, ακατοίκητο, αραιοκατοικημένες
  • unpractised in greek - άπειρος
  • unprecedented in greek - πρωτοφανής, άνευ προηγουμένου, πρωτοφανή, χωρίς προηγούμενο, πρωτοφανείς
Random words
Unpractical in greek - Dictionary: english » greek
Translations: ανεφάρμοστος, μη πρακτική, πρακτικός, καθόλου πρακτικό, μη πρακτικά