Unproved in greek

Translation: unproved, Dictionary: english » greek

Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
αναπόδεικτος, αναπόδεικτη, δεν διαθέτει αποδείξεις, που δεν έχουν αποδειχθεί, οποία δεν διαθέτει αποδείξεις
Unproved in greek
Other Languages

Related words: unproved

unproved language dictionary greek, unproved in greek

Translations

  • unprotect in greek - Προστ, Κατάργηση προστασίας, Άρση προστασίας, κατάργησης προστασίας
  • unprotected in greek - απροστάτευτος, μη προστατευμένη, απροστάτευτα, απροστάτευτο, απροστάτευτη
  • unproven in greek - μη αποδειχθείς, αναπόδεικτες, αποδειχθεί, αναπόδεικτη, μη αποδεδειγμένη
  • unprovoked in greek - απρόκλητος, απρόκλητη, μη προκαλούμενη, απρόκλητης, απρόκλητες
Random words
Unproved in greek - Dictionary: english » greek
Translations: αναπόδεικτος, αναπόδεικτη, δεν διαθέτει αποδείξεις, που δεν έχουν αποδειχθεί, οποία δεν διαθέτει αποδείξεις