Unreformed in greek
Translation: unreformed, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
αδιόρθωτος, αμεταρρύθμιστος, δεν έχει υποστεί μεταρρύθμιση, μη υποκείμενα σε μεταρρύθμιση, έχει υποστεί μεταρρύθμιση
Other Languages
Related words: unreformed
unreformed language dictionary greek, unreformed in greek
Translations
- unreflecting in greek - απερίσκεπτος
- unregenerate in greek - αδιόρθωτος, αναζωογονημένη, αναγεννημένοι, μη αναζωογονημένη, αναγεννημένοι για
- unregistered in greek - μη εγγεγραμμένους, μη καταχωρισμένου, μη καταχωρισμένο, μη καταχωρισμένα
Random words
Unreformed in greek - Dictionary: english » greek
Translations: αδιόρθωτος, αμεταρρύθμιστος, δεν έχει υποστεί μεταρρύθμιση, μη υποκείμενα σε μεταρρύθμιση, έχει υποστεί μεταρρύθμιση
Translations: αδιόρθωτος, αμεταρρύθμιστος, δεν έχει υποστεί μεταρρύθμιση, μη υποκείμενα σε μεταρρύθμιση, έχει υποστεί μεταρρύθμιση