Unrestrained in greek
Translation: unrestrained, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
ακάθεκτος, ασυγκράτητος, ανεξέλεγκτη, ασυγκράτητη, ανεξέλεγκτης, ασυγκράτητο
Related words
Other Languages
Related words: unrestrained
unrestrained definition, unrestrained lyrics, unrestrained language dictionary greek, unrestrained in greek
Translations
- unresponsiveness in greek - απάθεια, μη απόκρισης, κατάστασης μη απόκρισης, έλλειψη ανταποκρίσεως, κατάσταση μη απόκρισης
- unrest in greek - αναταραχή, αναταραχές, αναταραχής, ταραχές, ταραχών
- unrestricted in greek - απεριόριστος, απεριόριστη, χωρίς περιορισμούς, απεριόριστης, άνευ περιορισμών
Random words
Unrestrained in greek - Dictionary: english » greek
Translations: ακάθεκτος, ασυγκράτητος, ανεξέλεγκτη, ασυγκράτητη, ανεξέλεγκτης, ασυγκράτητο
Translations: ακάθεκτος, ασυγκράτητος, ανεξέλεγκτη, ασυγκράτητη, ανεξέλεγκτης, ασυγκράτητο