Unsatisfying in greek
Translation: unsatisfying, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
ανικανοποίητος, μη ικανοποιητικό, ικανοποιητικό, μη ικανοποιητική
Other Languages
Related words: unsatisfying
unsatisfying language dictionary greek, unsatisfying in greek
Translations
- unsatisfactory in greek - μη ικανοποιητικός, ικανοποιητική, μη ικανοποιητική, μη ικανοποιητικό, ικανοποιητικό
- unsatisfied in greek - ανικανοποίητος, Μη ικανοποιηθέντα, ανικανοποίητη, ανικανοποίητοι, ανικανοποίητο
- unsaturated in greek - ακόρεστα, ακόρεστη, ακόρεστο, ακόρεστων, ακόρεστες
Random words
Unsatisfying in greek - Dictionary: english » greek
Translations: ανικανοποίητος, μη ικανοποιητικό, ικανοποιητικό, μη ικανοποιητική
Translations: ανικανοποίητος, μη ικανοποιητικό, ικανοποιητικό, μη ικανοποιητική