Unselfishly in greek
Translation: unselfishly, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
ανιδιοτελώς, αυταπάρνηση, αφιλοκερδώς, με αυταπάρνηση
Other Languages
Related words: unselfishly
unselfishly language dictionary greek, unselfishly in greek
Translations
- unseen in greek - αθέατος, αόρατος, αόρατο, αθέατη, αθέατες, απαρατήρητη
- unselfish in greek - ανιδιοτελής, ανιδιοτελή, ανιδιοτελούς, ανιδιοτελείς, την ανιδιοτελή
- unselfishness in greek - αφιλοκέρδεια, ανιδιοτέλεια, ανιδιοτέλειας, την ανιδιοτέλεια, η ανιδιοτέλεια
- unsentimental in greek - συναισθηματικοί, ιδιαίτερα συναισθηματικοί
Random words
Unselfishly in greek - Dictionary: english » greek
Translations: ανιδιοτελώς, αυταπάρνηση, αφιλοκερδώς, με αυταπάρνηση
Translations: ανιδιοτελώς, αυταπάρνηση, αφιλοκερδώς, με αυταπάρνηση