Unswerving in greek

Translation: unswerving, Dictionary: english » greek

Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
μη παρεκλίνων, απαρέγκλιτη, ακλόνητη, αταλάντευτη, αμετακίνητη
Unswerving in greek
Other Languages

Related words: unswerving

unswerving language dictionary greek, unswerving in greek

Translations

  • unsuspectingly in greek - ανυποψίαστος, ανυποψίαστα, ανυποψίαστη, ανυποψίαστα και
  • unsuspicious in greek - που δεν γεννά υποψίες, ανυποψίαστη, ανυποψίαστοι, ανυποψίαστους, ανύποπτο
  • unswervingly in greek - απαρέγκλιτα, απαρεγκλίτως, αταλάντευτα, απαρέγκλιτα την, απαρασάλευτα
  • unsymmetrical in greek - ασύμμετρη, ασύμμετρης, μη συμμετρικών, μη συμμετρικής, μη συμμετρικού
Random words
Unswerving in greek - Dictionary: english » greek
Translations: μη παρεκλίνων, απαρέγκλιτη, ακλόνητη, αταλάντευτη, αμετακίνητη