Untried in greek
Translation: untried, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
αδοκιμαστώς, αδίκαστος, μη δοκιμασθείσα, αδοκίμαστο, δοκιμαστεί στην πράξη
Other Languages
Related words: untried
untried language dictionary greek, untried in greek
Translations
- untranslatable in greek - είναι αμετάφραστες, που δεν μεταφράζεται, μεταφράσιμο, μη μεταφράσιμο, μη μεταφράσιμου
- untreated in greek - χωρίς θεραπεία, ανεπεξέργαστα, ανεπεξέργαστων, μη επεξεργασμένα, μη επεξεργασμένο
- untroubled in greek - ανενόχλητος, ανενόχλητοι, απρόσκοπτη, απροβλημάτιστη, αδιατάρακτο
- untrue in greek - ψεύτικος, αναληθής, ψευδής, αναληθές, αναληθείς, αναληθή, αναληθών
Random words
Untried in greek - Dictionary: english » greek
Translations: αδοκιμαστώς, αδίκαστος, μη δοκιμασθείσα, αδοκίμαστο, δοκιμαστεί στην πράξη
Translations: αδοκιμαστώς, αδίκαστος, μη δοκιμασθείσα, αδοκίμαστο, δοκιμαστεί στην πράξη