Usurps in greek

Translation: usurps, Dictionary: english » greek

Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
σφετερίζεται, καταλαμβάνει ένα, αφαιρεί από, οικειοποιείται, αντιποιείται
Usurps in greek
Other Languages

Related words: usurps

usurps language dictionary greek, usurps in greek

Translations

  • usurpations in greek - σφετερισμός, καταχρήσεις, σφετερισμών
  • usury in greek - τοκογλυφία, τοκογλυφίας, της τοκογλυφίας, την τοκογλυφία, η τοκογλυφία
  • utah in greek - Γιούτα, Utah, της Γιούτα, του Utah
Random words
Usurps in greek - Dictionary: english » greek
Translations: σφετερίζεται, καταλαμβάνει ένα, αφαιρεί από, οικειοποιείται, αντιποιείται