Utilisation in greek
Translation: utilisation, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
χρησιμοποίηση, χρησιμοποίησης, αξιοποίηση, χρησιμοποίηση της, τη χρησιμοποίηση
Other Languages
Related words: utilisation
utilisation language dictionary greek, utilisation in greek
Translations
- uterine in greek - μήτρας, της μήτρας, μήτρα, μητρική, μητριαία
- uterus in greek - μήτρα
- utilise in greek - χρησιμοποιούν, χρησιμοποιήσουν, χρησιμοποιήσει, αξιοποιήσει, χρησιμοποιεί
- utilitarian in greek - ωφελιμιστικός, χρηστικό, χρηστική, χρηστικά, ωφελιμιστική
Random words
Utilisation in greek - Dictionary: english » greek
Translations: χρησιμοποίηση, χρησιμοποίησης, αξιοποίηση, χρησιμοποίηση της, τη χρησιμοποίηση
Translations: χρησιμοποίηση, χρησιμοποίησης, αξιοποίηση, χρησιμοποίηση της, τη χρησιμοποίηση