Vaccine in greek
Translation: vaccine, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
εμβόλιο, εμβολίου, εμβολίων, του εμβολίου, το εμβόλιο
Related words
Other Languages
Related words: vaccine
flu vaccine, shingles vaccine, shingles, hpv, hpv vaccine, vaccine language dictionary greek, vaccine in greek
Translations
- vaccinator in greek - εμβολιαστής, υπάλληλο εμβολιασμού, υπάλληλος εμβολιασμού
- vaccinators in greek - εμβολιαστές, στον εμβολιασμό, εμβολιασμό του, στον εμβολιασμό του, εμβολιασμό του πληθυσμού
- vaccines in greek - εμβόλια, εμβολίων, τα εμβόλια, εμβόλια που, εμβολίων κατά
- vacillate in greek - αμφιρρέπω, ταλαντεύομαι, ταλαντεύονται, διστάζουμε, αμφιταλαντεύεστε, ταλαντεύεται
Random words
Vaccine in greek - Dictionary: english » greek
Translations: εμβόλιο, εμβολίου, εμβολίων, του εμβολίου, το εμβόλιο
Translations: εμβόλιο, εμβολίου, εμβολίων, του εμβολίου, το εμβόλιο