Vacillated in greek
Translation: vacillated, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
ταλαντεύονταν, αμφιταλαντεύτηκαν, αμφιταλαντευτεί, κράτησε συνεπή στάση
Other Languages
Related words: vacillated
vacillated language dictionary greek, vacillated in greek
Translations
- vaccines in greek - εμβόλια, εμβολίων, τα εμβόλια, εμβόλια που, εμβολίων κατά
- vacillate in greek - αμφιρρέπω, ταλαντεύομαι, ταλαντεύονται, διστάζουμε, αμφιταλαντεύεστε, ταλαντεύεται
- vacillates in greek - αμφιταλαντεύεται, ταλαντεύεται
- vacillating in greek - αμφιταλαντεύεται, αμφιταλαντευόμενοι, αποκομίζουμε κινείται
Random words
Vacillated in greek - Dictionary: english » greek
Translations: ταλαντεύονταν, αμφιταλαντεύτηκαν, αμφιταλαντευτεί, κράτησε συνεπή στάση
Translations: ταλαντεύονταν, αμφιταλαντεύτηκαν, αμφιταλαντευτεί, κράτησε συνεπή στάση