Volcanic in greek
Translation: volcanic, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
ηφαιστειακός, ηφαιστειογενής, ηφαιστειακή, ηφαιστειακής, ηφαιστειακές, ηφαιστειακό
Related words
Other Languages
Related words: volcanic
volcanic eruptions, volcanic eruption, volcano, volcanic rock, volcanoes, volcanic language dictionary greek, volcanic in greek
Translations
- volatilized in greek - εξαερωμένες, εξατμιζόμενοι, εξαχνώνονται, πτητικοποιημένα, πτητικοποιείται
- volatilizing in greek - εξατμίζονται, εξαερώσεως, εξατμίσεως που, να εξατμίζονται
- volcanically in greek - ηφαιστειωδώς, ηφαιστειακώς, ηφαιστειακά, ηφαιστειακή
- volcanism in greek - ηφαιστειακά φαινόμενα, ηφαιστειακή δραστηριότητα, ηφαιστειότητα, ηφαιστειακής δραστηριότητας, ηφαιστειότητας
Random words
Volcanic in greek - Dictionary: english » greek
Translations: ηφαιστειακός, ηφαιστειογενής, ηφαιστειακή, ηφαιστειακής, ηφαιστειακές, ηφαιστειακό
Translations: ηφαιστειακός, ηφαιστειογενής, ηφαιστειακή, ηφαιστειακής, ηφαιστειακές, ηφαιστειακό