Warily in greek
Translation: warily, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
προσεκτικώς, περίσκεψη, επιφυλακτικότητα, επιφυλακτικά, με περίσκεψη
Other Languages
Related words: warily
warily definition, define warily, definition of warily, warily language dictionary greek, warily in greek
Translations
- warheads in greek - κεφαλές, κεφαλών, πυρηνικών κεφαλών, πυρηνικές κεφαλές, κεφαλές πυραύλου
- warhorse in greek - πολεμικό άλογο
- wariness in greek - περίσκεψη, προφυλακτικότης, προφυλακτικότητα, επιφυλακτικότητα, η επιφυλακτικότητα
- warlike in greek - πολεμοχαρής, πολεμικές, στρατιωτικούς σκοπούς, στρατιωτικούς σκοπούς που, πολεμοχαρείς
Random words
Warily in greek - Dictionary: english » greek
Translations: προσεκτικώς, περίσκεψη, επιφυλακτικότητα, επιφυλακτικά, με περίσκεψη
Translations: προσεκτικώς, περίσκεψη, επιφυλακτικότητα, επιφυλακτικά, με περίσκεψη