Wean in greek
Translation: wean, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
αποσπώ, αποκόβω, απογαλακτίζω, ξεκόβω, απογαλακτίσει, απογαλακτίσουν, απογαλακτίζουν
Related words
Other Languages
Related words: wean
to wean, how to wean, wean off, to wean off, wean baby, wean language dictionary greek, wean in greek
Translations
- wealthily in greek - πλουσίως
- wealthy in greek - εύπορος, πλούσιος, ευκατάστατος
- weaned in greek - απογαλακτίζονται, απογαλακτισμένα, τον απογαλακτισμό, του απογαλακτισμού, απογαλακτισμού τους
- weaning in greek - απογαλακτισμού, απογαλακτισμό, απογαλακτισμός, τον απογαλακτισμό, του απογαλακτισμού
Random words
Wean in greek - Dictionary: english » greek
Translations: αποσπώ, αποκόβω, απογαλακτίζω, ξεκόβω, απογαλακτίσει, απογαλακτίσουν, απογαλακτίζουν
Translations: αποσπώ, αποκόβω, απογαλακτίζω, ξεκόβω, απογαλακτίσει, απογαλακτίσουν, απογαλακτίζουν