Worked in greek
Translation: worked, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
εργάστηκε, εργάστηκαν, εργαστεί, δούλεψε, λειτούργησε
Other Languages
Related words: worked
hours worked, worked out, it worked, worked up, i have worked, worked language dictionary greek, worked in greek
Translations
- workday in greek - ημέρα εργασίας, εργάσιμης ημέρας, εργάσιμη ημέρα, εργάσιμη μέρα, εργάσιμης μέρας
- workdays in greek - εργάσιμες ημέρες, τις εργάσιμες ημέρες, εργάσιμων ημερών, εργάσιμες μέρες, ημέρες εργασίας
- workers in greek - εργαζομένων, των εργαζομένων, οι εργαζόμενοι, εργαζόμενοι, εργαζόμενους
Random words
Worked in greek - Dictionary: english » greek
Translations: εργάστηκε, εργάστηκαν, εργαστεί, δούλεψε, λειτούργησε
Translations: εργάστηκε, εργάστηκαν, εργαστεί, δούλεψε, λειτούργησε