Único en griego
traducción: único, diccionario: español » griego
lenguaje fuente:
español
lengua objetivo:
griego
Traducciones:
γλώσσα, μόνο, πέλμα, ασυντρόφευτος, αποκλειστικός, αποκλειστικότητα, μονόκλινος, ανύπαντρος, μοναδικός, μόνος, μοναχικός, απόκοσμος, μονός, σόλα, μοναδικό, αποκλειστική
Palabras relacionadas
otros Idiomas
Palabras relacionadas: único
único depilación, único superviviente, único hotels, único hijo varón del príncipe rhaegar, único hotels & real estate, único diccionario de idioma griego, único en griego
Traducciones
- últimamente en griego - πρόσφατα, τελευταίο καιρό, τον τελευταίο καιρό, τελευταία χρόνια, τα τελευταία χρόνια
- último en griego - φτουρώ, τελευταίος, διαρκώ, τελευταία, τελευταίο, τελευταίων, περασμένο
- útero en griego - μήτρα, μήτρας, της μήτρας, τη μήτρα, η μήτρα
- útil en griego - εξυπηρετικός, χρησιμότητα, χρήσιμος, χρήσιμες, χρήσιμη, εξυπηρετικό, χρήσιμο
palabras al azar
Único en griego - diccionario: español » griego
Traducciones: γλώσσα, μόνο, πέλμα, ασυντρόφευτος, αποκλειστικός, αποκλειστικότητα, μονόκλινος, ανύπαντρος, μοναδικός, μόνος, μοναχικός, απόκοσμος, μονός, σόλα, μοναδικό, αποκλειστική
Traducciones: γλώσσα, μόνο, πέλμα, ασυντρόφευτος, αποκλειστικός, αποκλειστικότητα, μονόκλινος, ανύπαντρος, μοναδικός, μόνος, μοναχικός, απόκοσμος, μονός, σόλα, μοναδικό, αποκλειστική