Alteración en griego
traducción: alteración, diccionario: español » griego
lenguaje fuente:
español
lengua objetivo:
griego
Traducciones:
τροποποίηση, μεταβολή, διατάραξη, διαταραχή, διαταραχής, διαταραχές, διατάραξης
Palabras relacionadas
otros Idiomas
Palabras relacionadas: alteración
alteración musical, alteración del orden público, alteración cognitiva, alteración de la conducta, alteracion del sueño, alteración diccionario de idioma griego, alteración en griego
Traducciones
- altavoz en griego - ομιλητής, ηχείο, ηχείων, ομιλητή, ηχείου
- alterabilidad en griego - παλιμβουλία, αστάθεια, μεταβλητότητα, μεταβλητό
- alterar en griego - μετουσιώνω, μετατροπή, τροποποιώ, παραλλαγή, μετατρέπω, παραλλάζω, παραποιώ, ...
- alterarse en griego - τροποποιώ, παραποιώ, αλλάζω, μετατρέπω, ανατροπή, αναστατωμένος, αναστάτωση, ...
palabras al azar
Alteración en griego - diccionario: español » griego
Traducciones: τροποποίηση, μεταβολή, διατάραξη, διαταραχή, διαταραχής, διαταραχές, διατάραξης
Traducciones: τροποποίηση, μεταβολή, διατάραξη, διαταραχή, διαταραχής, διαταραχές, διατάραξης