Artífice en griego
traducción: artífice, diccionario: español » griego
lenguaje fuente:
español
lengua objetivo:
griego
Traducciones:
κατασκευαστής, συγγραφέας, καλλιτέχνης, τεχνίτης, αρχιτέκτων, αρχιτέκτονα, αρχιτέκτονας, του αρχιτέκτονα, τον αρχιτέκτονα
Palabras relacionadas
otros Idiomas
Palabras relacionadas: artífice
artífice asesores periodísticos sac, artífice principal de la declaración universal de derechos humanos, artífice wikipedia, artífice significado, artífice sinónimo, artífice diccionario de idioma griego, artífice en griego
Traducciones
- artrítico en griego - αρθριτικός, αρθριτικές, αρθριτικών, αρθριτικούς, αρθριτικά
- artículo en griego - ρήτρα, άρθρωση, κομμάτι, άρθρο, εμπόρευμα, κοινός, αγαθά, ...
- arzobispado en griego - αρχιεπίσκοπη, αρχιεπισκοπή, αρχιεπισκοπής, Ιεράς Αρχιεπισκοπής, αρχιεπισκοπικού
- arzobispo en griego - αρχιεπίσκοπος, αρχιεπισκόπου, αρχιεπίσκοπο, ο Αρχιεπίσκοπος, τον Αρχιεπίσκοπο
palabras al azar
Artífice en griego - diccionario: español » griego
Traducciones: κατασκευαστής, συγγραφέας, καλλιτέχνης, τεχνίτης, αρχιτέκτων, αρχιτέκτονα, αρχιτέκτονας, του αρχιτέκτονα, τον αρχιτέκτονα
Traducciones: κατασκευαστής, συγγραφέας, καλλιτέχνης, τεχνίτης, αρχιτέκτων, αρχιτέκτονα, αρχιτέκτονας, του αρχιτέκτονα, τον αρχιτέκτονα