Aturdido en griego
traducción: aturdido, diccionario: español » griego
lenguaje fuente:
español
lengua objetivo:
griego
Traducciones:
ατάσθαλος, απερίσκεπτος, παράτολμος, εμβρόντητος, έκπληκτος, αναισθητοποιούνται, εξέπληξε, αναισθητοποιηθεί
Palabras relacionadas
otros Idiomas
Palabras relacionadas: aturdido
aturdido significado, aturdido y abrumado acordes, aturdido rae, aturdido y abrumado, aturdido definicion, aturdido diccionario de idioma griego, aturdido en griego
Traducciones
- atroz en griego - φοβισμένος, αποκρουστικός, τρομερός, φοβερός, απαίσιος, έσχατος, φρικτός, ...
- atrás en griego - πλάτη, ενισχύω, υποστηρίζω, πίσω, πίσω μέρος, άμυνα, back
- aturdir en griego - ζαλίζω, συντρίβω, αποβλακώνω, αναισθητοποίηση, την αναισθητοποίηση, αναισθητοποίηση των, αναισθητοποιεί
- atávico en griego - αταβιστικός, αταβιστική, αταβιστικό, αταβιστικές, αταβιστικών
palabras al azar
Aturdido en griego - diccionario: español » griego
Traducciones: ατάσθαλος, απερίσκεπτος, παράτολμος, εμβρόντητος, έκπληκτος, αναισθητοποιούνται, εξέπληξε, αναισθητοποιηθεί
Traducciones: ατάσθαλος, απερίσκεπτος, παράτολμος, εμβρόντητος, έκπληκτος, αναισθητοποιούνται, εξέπληξε, αναισθητοποιηθεί