Burlón en griego
traducción: burlón, diccionario: español » griego
lenguaje fuente:
español
lengua objetivo:
griego
Traducciones:
εμπαικτικός, περιπαιχτικός, διακωμώδηση, σκωπτική, χλευασμού, περιπαικτική, κοροϊδευτικό
Palabras relacionadas
otros Idiomas
Palabras relacionadas: burlón
burlón rae, pájaro burlón, burlón definicion, burlón bromista, burlón significado, burlón diccionario de idioma griego, burlón en griego
Traducciones
- burlar en griego - εξαπατώ, καταστρατηγώ, ξεγελάσει, outwit, ξεγελάσετε, να ξεγελάσει
- burlarse en griego - σκώμμα, χλευάζω, λοιδορία, χλευασμός, λοιδορώ, ειρωνεία, χλεύη, ...
- burocracia en griego - γραφειοκρατία, γραφειοκρατίας, της γραφειοκρατίας, τη γραφειοκρατία, η γραφειοκρατία
- burocrático en griego - γραφειοκρατικός, γραφειοκρατική, γραφειοκρατικές, γραφειοκρατικό, γραφειοκρατικών
palabras al azar
Burlón en griego - diccionario: español » griego
Traducciones: εμπαικτικός, περιπαιχτικός, διακωμώδηση, σκωπτική, χλευασμού, περιπαικτική, κοροϊδευτικό
Traducciones: εμπαικτικός, περιπαιχτικός, διακωμώδηση, σκωπτική, χλευασμού, περιπαικτική, κοροϊδευτικό