Burocrático en griego

traducción: burocrático, diccionario: español » griego

lenguaje fuente:
español
lengua objetivo:
griego
Traducciones:
γραφειοκρατικός, γραφειοκρατική, γραφειοκρατικές, γραφειοκρατικό, γραφειοκρατικών
Burocrático en griego
Palabras relacionadas
otros Idiomas

Palabras relacionadas: burocrático

burocrático rae, burocrático urse, burocrático sinonimo, burocrático concepto, burocrático wordreference, burocrático diccionario de idioma griego, burocrático en griego

Traducciones

  • burlón en griego - εμπαικτικός, περιπαιχτικός, διακωμώδηση, σκωπτική, χλευασμού, περιπαικτική, κοροϊδευτικό
  • burocracia en griego - γραφειοκρατία, γραφειοκρατίας, της γραφειοκρατίας, τη γραφειοκρατία, η γραφειοκρατία
  • burro en griego - κούτσουρο, γάιδαρος, στουρνάρι, βλάκας, τούβλο, αλλά η, αλλά, ...
  • burócrata en griego - γραφειοκρατία, γραφειοκράτης, γραφειοκράτη, γραφειοκράτες, γραφειοκρατών
palabras al azar
Burocrático en griego - diccionario: español » griego
Traducciones: γραφειοκρατικός, γραφειοκρατική, γραφειοκρατικές, γραφειοκρατικό, γραφειοκρατικών