Capitulación en griego
traducción: capitulación, diccionario: español » griego
lenguaje fuente:
español
lengua objetivo:
griego
Traducciones:
παραδίδω, συνθηκολόγηση, συνθηκολόγησης, τη συνθηκολόγηση, συνθηκολόγηση της, η συνθηκολόγηση
Palabras relacionadas
otros Idiomas
Palabras relacionadas: capitulación
capitulación de granada, capitulación de conquista, capitulación de santa fe 2014, capitulación rae, capitulación de santa fe, capitulación diccionario de idioma griego, capitulación en griego
Traducciones
- capitalizar en griego - κεφαλαιοποιώ, κεφαλαιοποιήσει, κεφαλαιοποιήσουν, κεφαλαιοποιεί, επωφεληθούμε, αξιοποιήσει
- capitanear en griego - ιθύνω, διέπω, μόλυβδος, λουρί, ηγούμαι, κυβερνώ, καπετάνιος, ...
- capitular en griego - παραδίδω, συνθηκολογό, συνθηκολογήσετε, συνθηκολογήση, συνθηκολογήσει, συνθηκολογήσουν
- capitán en griego - καπετάνιος, καπετάνιο, αρχηγός, πλοίαρχος, κυβερνήτης
palabras al azar
Capitulación en griego - diccionario: español » griego
Traducciones: παραδίδω, συνθηκολόγηση, συνθηκολόγησης, τη συνθηκολόγηση, συνθηκολόγηση της, η συνθηκολόγηση
Traducciones: παραδίδω, συνθηκολόγηση, συνθηκολόγησης, τη συνθηκολόγηση, συνθηκολόγηση της, η συνθηκολόγηση