Caprichoso en griego
traducción: caprichoso, diccionario: español » griego
lenguaje fuente:
español
lengua objetivo:
griego
Traducciones:
αλλοπρόσαλλος, ιδιότροπος, κυκλοθυμικός, άστατος, φαντασιόπληκτος, ιδιότροπη, εκκεντρική γραμματοσειρά, παιχνιδιάρικη
Palabras relacionadas
otros Idiomas
Palabras relacionadas: caprichoso
caprichoso sinonimos, caprichoso definicion, caprichoso vanesa martin, caprichoso 2014, caprichoso caravaca, caprichoso diccionario de idioma griego, caprichoso en griego
Traducciones
- capote en griego - μανδύας, καζάκα, κάπα, μανδύα, επενδύτη, τον μανδύα
- capricho en griego - καπρίτσιο, ιδιοτροπία, Caprice, Το Caprice
- captar en griego - αιχμαλωτίζω, αποκτώ, αιχμαλωσία, σύλληψη, σύλληψης, δέσμευσης, καταγραφής, ...
- captura en griego - σπασμός, αιχμαλωσία, αιχμαλωτίζω, σύλληψη, σύλληψης, δέσμευσης, καταγραφής, ...
palabras al azar
Caprichoso en griego - diccionario: español » griego
Traducciones: αλλοπρόσαλλος, ιδιότροπος, κυκλοθυμικός, άστατος, φαντασιόπληκτος, ιδιότροπη, εκκεντρική γραμματοσειρά, παιχνιδιάρικη
Traducciones: αλλοπρόσαλλος, ιδιότροπος, κυκλοθυμικός, άστατος, φαντασιόπληκτος, ιδιότροπη, εκκεντρική γραμματοσειρά, παιχνιδιάρικη