Conducto en griego
traducción: conducto, diccionario: español » griego
lenguaje fuente:
español
lengua objetivo:
griego
Traducciones:
πίπα, αυλός, διώρυγα, σωλήνας, κανάλι, οχετός, σωλήνωση, αγωγός, αγωγού, αγωγό, αγωγών, πόρου
Palabras relacionadas
otros Idiomas
Palabras relacionadas: conducto
conducto coledoco, conducto de wharton, conducto inguinal, conducto auditivo externo, conducto toracico, conducto diccionario de idioma griego, conducto en griego
Traducciones
- conducta en griego - καθοδήγηση, διαγωγή, φέρσιμο, χειραγωγία, συμπεριφορά, διεξάγω, συμπεριφοράς, ...
- conductividad en griego - αγωγιμότητα, αγωγιμότητας, αγωγιμότητος, η αγωγιμότητα, την αγωγιμότητα
- conductor en griego - οδηγός, μαέστρος, ηγεμόνας, αρχηγός, ηγήτορας, ηγέτης, αγωγός, ...
- condón en griego - προφυλακτικό, προφυλακτικού, προφυλακτικών, το προφυλακτικό, του προφυλακτικού
palabras al azar
Conducto en griego - diccionario: español » griego
Traducciones: πίπα, αυλός, διώρυγα, σωλήνας, κανάλι, οχετός, σωλήνωση, αγωγός, αγωγού, αγωγό, αγωγών, πόρου
Traducciones: πίπα, αυλός, διώρυγα, σωλήνας, κανάλι, οχετός, σωλήνωση, αγωγός, αγωγού, αγωγό, αγωγών, πόρου