Conveniente en griego
traducción: conveniente, diccionario: español » griego
lenguaje fuente:
español
lengua objetivo:
griego
Traducciones:
σωστός, οικειοποιούμαι, κατάλληλος, πρόσφορος, εύσχημος, ευπρεπής, σφετερίζομαι, καθωσπρέπει, βολικός, πρέπων, εύκολος, βολικό, βολική
Palabras relacionadas
otros Idiomas
Palabras relacionadas: conveniente
conveniente rae, conveniente santander, conveniente en francais, conveniente definicion, conveniente categoria gramatical, conveniente diccionario de idioma griego, conveniente en griego
Traducciones
- convención en griego - σύμφωνο, ομήγυρη, προσβάλλομαι, συνέδριο, συστέλλομαι, σύμβαση, συμβόλαιο, ...
- conveniencia en griego - συμμόρφωση, ευκολία, άνεση, εξυπηρέτησή, καλύτερη εξυπηρέτησή, την καλύτερη εξυπηρέτησή
- convenio en griego - συμφωνία, σύμβαση, συνέλευση, συνέδριο, συνθήκη, κατάλυμα, στέγαση, ...
- convenir en griego - βολεύω, αρμόζω, συμφωνώ, εξυπηρετώ, κοστούμι, συμφωνούν, συμφωνήσουν, ...
palabras al azar
Conveniente en griego - diccionario: español » griego
Traducciones: σωστός, οικειοποιούμαι, κατάλληλος, πρόσφορος, εύσχημος, ευπρεπής, σφετερίζομαι, καθωσπρέπει, βολικός, πρέπων, εύκολος, βολικό, βολική
Traducciones: σωστός, οικειοποιούμαι, κατάλληλος, πρόσφορος, εύσχημος, ευπρεπής, σφετερίζομαι, καθωσπρέπει, βολικός, πρέπων, εύκολος, βολικό, βολική