Cráneo en griego

traducción: cráneo, diccionario: español » griego

lenguaje fuente:
español
lengua objetivo:
griego
Traducciones:
κρανίο, καύκαλο, κρανίου, του κρανίου, το κρανίο
Cráneo en griego
Palabras relacionadas
otros Idiomas

Palabras relacionadas: cráneo

cráneo dolicocéfalo, craneosacral, cráneo privilegiado, cráneo humano, cráneo de corrupción, cráneo diccionario de idioma griego, cráneo en griego

Traducciones

  • cruzada en griego - σταυροφορία, Σταυροφορίας, σταυροφορία για
  • cruzar en griego - σταυρός, διασχίζω, γέμισμα, διασχίζουν, διασχίσουν, διασχίσει, περάσουν
  • cráter en griego - κρατήρας, κρατήρα, του κρατήρα, κρατήρων, ηφαίστειο
  • crédito en griego - δανεισμός, δάνειο, πίστη, πεποίθηση, πίστωση, πιστωτικών, πιστωτική, ...
palabras al azar
Cráneo en griego - diccionario: español » griego
Traducciones: κρανίο, καύκαλο, κρανίου, του κρανίου, το κρανίο