Eminente en griego
traducción: eminente, diccionario: español » griego
lenguaje fuente:
español
lengua objetivo:
griego
Traducciones:
ευδιάκριτος, διακεκριμένος, μεγάλος, περίοπτος, απίθανος, περίβλεπτος, διαπρεπής, καταφανής, εξέχων, επιφανείς, επιφανών, περίφημο
Palabras relacionadas
otros Idiomas
Palabras relacionadas: eminente
eminente o inminente, inminente diccionario, eminente definicion, inminente wordreference, eminente y rihanna, eminente diccionario de idioma griego, eminente en griego
Traducciones
- emigrante en griego - απόδημος, μετανάστη, απόδημου, μετανάστης, αποδήμων
- emigrar en griego - αποικώ, μεταναστεύω, αποδημώ, μεταναστεύσουν, μεταναστεύουν, μεταναστεύσει, μετανάστευση, ...
- emir en griego - εμίρης, εμίρη, Emir, Εμίρ, Ο Emir
- emisario en griego - απεσταλμένος, απεσταλμένου, απεσταλμένο, απεσταλμένος της, απεσταλμένος του
palabras al azar
Eminente en griego - diccionario: español » griego
Traducciones: ευδιάκριτος, διακεκριμένος, μεγάλος, περίοπτος, απίθανος, περίβλεπτος, διαπρεπής, καταφανής, εξέχων, επιφανείς, επιφανών, περίφημο
Traducciones: ευδιάκριτος, διακεκριμένος, μεγάλος, περίοπτος, απίθανος, περίβλεπτος, διαπρεπής, καταφανής, εξέχων, επιφανείς, επιφανών, περίφημο