Empirismo en griego
traducción: empirismo, diccionario: español » griego
lenguaje fuente:
español
lengua objetivo:
griego
Traducciones:
αισθησιαρχία, εμπειριοκρατία, εμπειρισμό, εμπειρισμού, εμπειρισμός
otros Idiomas
Palabras relacionadas: empirismo
empirismo locke, empirismo radical, empirismo definicion, empirismo rae, empirismo significado, empirismo diccionario de idioma griego, empirismo en griego
Traducciones
- empeño en griego - υποχρέωση, προσδιορισμός, αποφασιστικότητα, καθορισμός, προσδιορισμό, καθορισμό
- empinar en griego - ανατρέφω, υψώνω, ασανσέρ, αναστηλώνω, ανυψώνω, σηκώνω
- emplasto en griego - λευκοπλάστης, γύψος, κατάπλασμα, καταπλάσματος, το κατάπλασμα, πανάδα, κατάπλασμα για
- empleado en griego - αξιωματικός, στέλεχος, υπάλληλος, εργαζομένων, των εργαζομένων, εργαζόμενος, εργαζόμενο
palabras al azar
Empirismo en griego - diccionario: español » griego
Traducciones: αισθησιαρχία, εμπειριοκρατία, εμπειρισμό, εμπειρισμού, εμπειρισμός
Traducciones: αισθησιαρχία, εμπειριοκρατία, εμπειρισμό, εμπειρισμού, εμπειρισμός