Estreñimiento en griego
traducción: estreñimiento, diccionario: español » griego
lenguaje fuente:
español
lengua objetivo:
griego
Traducciones:
δυσκοιλιότητα, δυσκοιλιότητας, τη δυσκοιλιότητα, της δυσκοιλιότητας, η δυσκοιλιότητα
otros Idiomas
Palabras relacionadas: estreñimiento
estreñimiento niños, estreñimiento lactantes, estreñimiento causas, estreñimiento cronico, estreñimiento infantil, estreñimiento diccionario de idioma griego, estreñimiento en griego
Traducciones
- estreno en griego - πρεμιέρα, Premiere, της Premiere, πρεμιέρας, την πρεμιέρα
- estrepitoso en griego - ηχηρός, θορυβώδης, βροντερός, δυνατά, δυνατό, δυνατή, δυνατός, ...
- estribillo en griego - απέχω, επωδός, χορωδία, χορωδίες, ρεφρέν, χορωδίας, χορός
- estribo en griego - αναβολέας, αναβολεύς, αναβολέα, συνδετήρων, τσέρκι
palabras al azar
Estreñimiento en griego - diccionario: español » griego
Traducciones: δυσκοιλιότητα, δυσκοιλιότητας, τη δυσκοιλιότητα, της δυσκοιλιότητας, η δυσκοιλιότητα
Traducciones: δυσκοιλιότητα, δυσκοιλιότητας, τη δυσκοιλιότητα, της δυσκοιλιότητας, η δυσκοιλιότητα