Hábil en griego
traducción: hábil, diccionario: español » griego
lenguaje fuente:
español
lengua objetivo:
griego
Traducciones:
έξυπνος, προχωρημένος, επιδέξιος, ικανός, ειδικός, έντεχνος, εμπειρογνώμονας, καπάτσος, πονηρός, πανουργία, επιτήδειος, εμπειρογνώμων, σβέλτος, έξυπνο, έξυπνη, έξυπνες, έξυπνα
Palabras relacionadas
otros Idiomas
Palabras relacionadas: hábil
hábil engenharia, hábil sinonimos, hábil significado, hábil experto sinonimos, hábil rae, hábil diccionario de idioma griego, hábil en griego
Traducciones
- huérfano en griego - ορφανός, ορφανό, ορφανού, ορφανά, ορφανών, τα ορφανά
- huésped en griego - καλεσμένος, νοικοκύρης, φιλοξενούμενος, επισκέπτης, προσκεκλημένος, επισκεπτών
- hábitat en griego - ενδιαίτημα, οικοτόπου, ενδιαιτήματος, βιότοπο, οικότοπος
- hábito en griego - έξη, έθιμο, χρήση, συνήθεια, χρησιμοποιώ, φουστάνι, φόρεμα, ...
palabras al azar
Hábil en griego - diccionario: español » griego
Traducciones: έξυπνος, προχωρημένος, επιδέξιος, ικανός, ειδικός, έντεχνος, εμπειρογνώμονας, καπάτσος, πονηρός, πανουργία, επιτήδειος, εμπειρογνώμων, σβέλτος, έξυπνο, έξυπνη, έξυπνες, έξυπνα
Traducciones: έξυπνος, προχωρημένος, επιδέξιος, ικανός, ειδικός, έντεχνος, εμπειρογνώμονας, καπάτσος, πονηρός, πανουργία, επιτήδειος, εμπειρογνώμων, σβέλτος, έξυπνο, έξυπνη, έξυπνες, έξυπνα