Incestuoso en griego
traducción: incestuoso, diccionario: español » griego
lenguaje fuente:
español
lengua objetivo:
griego
Traducciones:
αιμομικτικός, αιμομικτικοί, αιμομικτική, αιμομικτικής, οι περιπτώσεις αιμομιξίας
otros Idiomas
Palabras relacionadas: incestuoso
incestuoso diccionario de idioma griego, incestuoso en griego
Traducciones
- incesante en griego - διαρκής, ασταμάτητος, ενδελεχής, παντοτινός, συνεχής, αδιάκοπος, ακατάπαυστος, ...
- incesto en griego - αιμομιξία, αιμομιξίας, την αιμομιξία, η αιμομιξία, της αιμομιξίας
- incidencia en griego - άθλημα, επεισόδιο, γεγονός, περιστατικό, επίπτωση, συχνότητα, συχνότητα εμφάνισης, ...
- incidental en griego - τυχαίος, τύχη, συγκυρία, πιθανότητα, ευκαιρία, τυχαίες, παρεπόμενες, ...
palabras al azar
Incestuoso en griego - diccionario: español » griego
Traducciones: αιμομικτικός, αιμομικτικοί, αιμομικτική, αιμομικτικής, οι περιπτώσεις αιμομιξίας
Traducciones: αιμομικτικός, αιμομικτικοί, αιμομικτική, αιμομικτικής, οι περιπτώσεις αιμομιξίας