Leve en griego
traducción: leve, diccionario: español » griego
lenguaje fuente:
español
lengua objetivo:
griego
Traducciones:
ισχνός, μικρός, προσβάλλω, φτωχός, φωτίζω, λεπτός, ψιλός, αραιός, λιγνός, ανάβω, θίγω, φωτερός, αραιώνω, ελαφρύς, ξανθός, ελαφρός, ελαφρά, μικρή, μικρές
Palabras relacionadas
otros Idiomas
Palabras relacionadas: leve
leve significado, leve definicion, leve o lebe, leve sangrado rosa, level up, leve diccionario de idioma griego, leve en griego
Traducciones
- levantar en griego - πισινός, ασανσέρ, επισύρω, ανατρέφω, υψώνω, μετακομίζω, έλκω, ...
- levante en griego - ανατολή, ανατολικά, ανατολική, ανατολικό, ανατολικής
- levedad en griego - ελαφρότητα, φωτεινότητα, ελαφρότητας, φωτεινότητας, την ελαφρότητα
- levitación en griego - ύψωση, μετεώριση, τηλεκινησία, άνωση, αιώρηση
palabras al azar
Leve en griego - diccionario: español » griego
Traducciones: ισχνός, μικρός, προσβάλλω, φτωχός, φωτίζω, λεπτός, ψιλός, αραιός, λιγνός, ανάβω, θίγω, φωτερός, αραιώνω, ελαφρύς, ξανθός, ελαφρός, ελαφρά, μικρή, μικρές
Traducciones: ισχνός, μικρός, προσβάλλω, φτωχός, φωτίζω, λεπτός, ψιλός, αραιός, λιγνός, ανάβω, θίγω, φωτερός, αραιώνω, ελαφρύς, ξανθός, ελαφρός, ελαφρά, μικρή, μικρές