Primitivo en griego
traducción: primitivo, diccionario: español » griego
lenguaje fuente:
español
lengua objetivo:
griego
Traducciones:
ακατέργαστος, ωμός, χονδροειδής, αρχικά, πρωτόγονος, αγροίκος, πρωτότυπος, αρχέγονος, αγενής, γνήσιος, πρωτόγονη, πρωτόγονες, πρωτόγονο, πρωτόγονα
Palabras relacionadas
otros Idiomas
Palabras relacionadas: primitivo
primitivo prieto, primitivo rojas, primitivo conesa, primitivo pico, primitivo quiles, primitivo diccionario de idioma griego, primitivo en griego
Traducciones
- primeramente en griego - πρώτος, πρώτα, πρώτη, πρώτο, πρώτου
- primero en griego - πρώτος, πρωταρχικός, πρώτα, πρώτη, πρώτο, πρώτου
- primo en griego - εξάδελφος, ξάδερφος, εξαδέλφη, ξάδελφος, ξάδελφό
- primor en griego - ικανότητα, τέχνη, επιδεξιότητα, φιλοτεχνία, καλλονή, ομορφιά, δεξιοτεχνία, ...
palabras al azar
Primitivo en griego - diccionario: español » griego
Traducciones: ακατέργαστος, ωμός, χονδροειδής, αρχικά, πρωτόγονος, αγροίκος, πρωτότυπος, αρχέγονος, αγενής, γνήσιος, πρωτόγονη, πρωτόγονες, πρωτόγονο, πρωτόγονα
Traducciones: ακατέργαστος, ωμός, χονδροειδής, αρχικά, πρωτόγονος, αγροίκος, πρωτότυπος, αρχέγονος, αγενής, γνήσιος, πρωτόγονη, πρωτόγονες, πρωτόγονο, πρωτόγονα