Primor en griego
traducción: primor, diccionario: español » griego
lenguaje fuente:
español
lengua objetivo:
griego
Traducciones:
ικανότητα, τέχνη, επιδεξιότητα, φιλοτεχνία, καλλονή, ομορφιά, δεξιοτεχνία, επιτηδειότητα, καθαριότητα, νοικοκυροσύνη, τάξη, την ευπρέπεια, πάστρα
Palabras relacionadas
otros Idiomas
Palabras relacionadas: primor
primor definicion, primor fruit, primor significado, primor valencia, primor barcelona, primor diccionario de idioma griego, primor en griego
Traducciones
- primitivo en griego - ακατέργαστος, ωμός, χονδροειδής, αρχικά, πρωτόγονος, αγροίκος, πρωτότυπος, ...
- primo en griego - εξάδελφος, ξάδερφος, εξαδέλφη, ξάδελφος, ξάδελφό
- primoroso en griego - έντεχνος, επιτήδειος, ικανός, εξαίσια, εξαιρετική, εξαιρετικό, εκλεκτά, ...
- principado en griego - ηγεμονία, Πριγκιπάτο, Πριγκιπάτου, πριγκηπάτο, Πριγκηπάτου
palabras al azar
Primor en griego - diccionario: español » griego
Traducciones: ικανότητα, τέχνη, επιδεξιότητα, φιλοτεχνία, καλλονή, ομορφιά, δεξιοτεχνία, επιτηδειότητα, καθαριότητα, νοικοκυροσύνη, τάξη, την ευπρέπεια, πάστρα
Traducciones: ικανότητα, τέχνη, επιδεξιότητα, φιλοτεχνία, καλλονή, ομορφιά, δεξιοτεχνία, επιτηδειότητα, καθαριότητα, νοικοκυροσύνη, τάξη, την ευπρέπεια, πάστρα