Privar en griego
traducción: privar, diccionario: español » griego
lenguaje fuente:
español
lengua objetivo:
griego
Traducciones:
απαγορεύω, στερεί, στερήσει, στερούν, στερούσε, στερεί από
Palabras relacionadas
otros Idiomas
Palabras relacionadas: privar
privar o privar, privar de libertad, privar rae, privar definicion, privar sinonimo, privar diccionario de idioma griego, privar en griego
Traducciones
- privación en griego - στέρηση, θέλω, κακουχία, έλλειψη, ανάγκη, στέρησης, στερητική, ...
- privado en griego - προσωπικός, άτομο, ατομικός, φαντάρος, ιδιαίτερος, ιδιωτικός, ιδιωτικό, ...
- privatización en griego - ιδιωτικοποίηση, ιδιωτικοποίησης, ιδιωτικοποιήσεων, την ιδιωτικοποίηση, ιδιωτικοποιήσεις
- privatizar en griego - ιδιωτικοποιήσει, ιδιωτικοποιήσουν, ιδιωτικοποίηση, την ιδιωτικοποίηση, ιδιωτικοποίησης
palabras al azar
Privar en griego - diccionario: español » griego
Traducciones: απαγορεύω, στερεί, στερήσει, στερούν, στερούσε, στερεί από
Traducciones: απαγορεύω, στερεί, στερήσει, στερούν, στερούσε, στερεί από