Producir en griego
traducción: producir, diccionario: español » griego
lenguaje fuente:
español
lengua objetivo:
griego
Traducciones:
σκοπός, σοδειά, δημιουργώ, κάνω, προσκομίζω, φτιάχνω, παραγωγή, γεννώ, προξενώ, αιτία, προκαλώ, γεννοβολώ, παράγω, κατασκευάζω, εξαναγκάζω, παράγουν, την παραγωγή, παράγει, παραχθεί
Palabras relacionadas
otros Idiomas
Palabras relacionadas: producir
producir conjugacion, producir electricidad, producir testosterona, producir electricidad con imanes, producir musica electronica, producir diccionario de idioma griego, producir en griego
Traducciones
- prodigioso en griego - τεράστιος, θαυμάσιος, απίθανος, υπέροχος, καταπληκτικός, τεράστια, καταπληκτική, ...
- producción en griego - προσκομίζω, παράγω, παραγωγή, σοδειά, κατασκευάζω, παραγωγής, την παραγωγή, ...
- productividad en griego - παραγωγικότητα, παραγωγή, παραγωγικότητας, της παραγωγικότητας, την παραγωγικότητα, η παραγωγικότητα
- productivo en griego - παραγωγικός, αποδοτικός, αποτελεσματικός, παραγωγική, παραγωγικές, παραγωγικών, παραγωγικό
palabras al azar
Producir en griego - diccionario: español » griego
Traducciones: σκοπός, σοδειά, δημιουργώ, κάνω, προσκομίζω, φτιάχνω, παραγωγή, γεννώ, προξενώ, αιτία, προκαλώ, γεννοβολώ, παράγω, κατασκευάζω, εξαναγκάζω, παράγουν, την παραγωγή, παράγει, παραχθεί
Traducciones: σκοπός, σοδειά, δημιουργώ, κάνω, προσκομίζω, φτιάχνω, παραγωγή, γεννώ, προξενώ, αιτία, προκαλώ, γεννοβολώ, παράγω, κατασκευάζω, εξαναγκάζω, παράγουν, την παραγωγή, παράγει, παραχθεί