Pulcro en griego
traducción: pulcro, diccionario: español » griego
lenguaje fuente:
español
lengua objetivo:
griego
Traducciones:
συγυρισμένος, συγυρίζω, ακριβής, τακτοποιώ, αρκετός, νοικοκυρεμένος, πετυχημένος, τακτοποιημένο, σκέτο, τακτοποιημένη
Palabras relacionadas
otros Idiomas
Palabras relacionadas: pulcro
pulcro superlativo, pulcro etimologia, pulcro sinonimo, pulcro en ingles, pulcro wikipedia, pulcro diccionario de idioma griego, pulcro en griego
Traducciones
- pujante en griego - δυνατός, έντονη, σθεναρή, ισχυρή, ζωηρή, δυναμική
- pujar en griego - αγώνας, αγωνίζομαι, προσφορά, προσφοράς, προσπάθεια, την προσφορά, προσφορών
- pulga en griego - ψύλλος, ψύλλων, ψύλλους, υπαίθρια, από ψύλλους
- pulgar en griego - αντίχειρας, αντίχειρα, τον αντίχειρα, αντίχειρά, τον αντίχειρά
palabras al azar
Pulcro en griego - diccionario: español » griego
Traducciones: συγυρισμένος, συγυρίζω, ακριβής, τακτοποιώ, αρκετός, νοικοκυρεμένος, πετυχημένος, τακτοποιημένο, σκέτο, τακτοποιημένη
Traducciones: συγυρισμένος, συγυρίζω, ακριβής, τακτοποιώ, αρκετός, νοικοκυρεμένος, πετυχημένος, τακτοποιημένο, σκέτο, τακτοποιημένη