Vigor en griego
traducción: vigor, diccionario: español » griego
lenguaje fuente:
español
lengua objetivo:
griego
Traducciones:
δυνάμεις, οδηγώ, σθένος, σφρίγος, ευρωστία, δυναμισμό, αποφασιστικότητα
Palabras relacionadas
otros Idiomas
Palabras relacionadas: vigor
vigor sol, vigor total, vigor sinonimo, vigor el, vigor definicion, vigor diccionario de idioma griego, vigor en griego
Traducciones
- vigilante en griego - θυρωρός, επιστάτης, προσεκτικός, άγρυπνος, άγρυπνο, προσεκτικοί, προσεκτικό
- vigilar en griego - επιμελούμαι, επιβλέπω, φρουρά, φύλακας, εποπτεύω, περιποιούμαι, φρουρώ, ...
- vigoroso en griego - εμφατικός, δυνατός, ρωμαλέος, ισχυρός, έντονη, σθεναρή, ισχυρή, ...
- vigésimo en griego - εικοστός, εικοστή, εικοστού, εικοστό, του εικοστού
palabras al azar
Vigor en griego - diccionario: español » griego
Traducciones: δυνάμεις, οδηγώ, σθένος, σφρίγος, ευρωστία, δυναμισμό, αποφασιστικότητα
Traducciones: δυνάμεις, οδηγώ, σθένος, σφρίγος, ευρωστία, δυναμισμό, αποφασιστικότητα