Äänioikeutettu kreikaksi
Käännös: äänioikeutettu, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
ψηφοφόρος, συστατικός, το δικαίωμα του εκλέγειν, το δικαίωμα ψήφου, δικαίωμα ψήφου, δικαίωμα του εκλέγειν, του δικαιώματος του εκλέγειν
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: äänioikeutettu
äänioikeutettu englanniksi, äänioikeutettu kunnallisvaaleissa, äänioikeutettu merkitys, äänioikeutettu osake, äänioikeutettu ruotsiksi, äänioikeutettu kielisanakirja kreikka, äänioikeutettu kreikaksi
Käännökset
- äänilevy kreikaksi - ηχογραφώ, δίσκος, πιατέλα, ρεκόρ, καταγράφω, καταγραφή, εγγραφή, ...
- äänioikeus kreikaksi - προνόμιο, ψήφος, ψηφοφορία, ψηφοφορίας, ψήφο, ψήφου
- äänite kreikaksi - ηχοληψία, ηχογράφηση, εγγραφή, εγγραφής, καταγραφή, καταγραφής, ελέγχου
- äänittää kreikaksi - ρεκόρ, ηχογραφώ, καταγράφω, δίσκος, καταγραφή, εγγραφή, αρχείο, ...
Satunnaisia sanoja
Äänioikeutettu kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: ψηφοφόρος, συστατικός, το δικαίωμα του εκλέγειν, το δικαίωμα ψήφου, δικαίωμα ψήφου, δικαίωμα του εκλέγειν, του δικαιώματος του εκλέγειν
Käännökset: ψηφοφόρος, συστατικός, το δικαίωμα του εκλέγειν, το δικαίωμα ψήφου, δικαίωμα ψήφου, δικαίωμα του εκλέγειν, του δικαιώματος του εκλέγειν