Äly kreikaksi

Käännös: äly, Sanakirja: suomi » kreikka

Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
φυλάξου, έπαρση, εξυπνάδα, νοοτροπία, πνεύμα, ψυχοσύνθεση, νοημοσύνη, αλαζονεία, εγκέφαλος, διάνοια, διάνοιας, διανόηση, πνεύματος, νόηση
Äly kreikaksi
Liittyvät sanat
Muut kielet

Liittyvät sanat: äly

dna äly, äly bongi, äly englanniksi, äly hoi, äly ja väläys, äly kielisanakirja kreikka, äly kreikaksi

Käännökset

  • ällistyä kreikaksi - ζαλίζω, συντρίβω, ήμουν, είχα, που ήμουν, ήμουν σε, ότι ήμουν
  • ällöttävä kreikaksi - αηδιαστικός, βδελυρός, φιλάσθενος, ασθενικός, ασθενικά, ασθενικό, αρρωστημένο
  • älykkäästi kreikaksi - αρκετά, λογικά, έξυπνα, έξυπνο, έξυπνο τρόπο, με έξυπνο, με έξυπνο τρόπο
  • älykkö kreikaksi - διανοούμενος, διανοητικός, πνευματικός, νοημοσύνη, highbrow, διανοουμένων, διανοουμενίστικου
Satunnaisia sanoja
Äly kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: φυλάξου, έπαρση, εξυπνάδα, νοοτροπία, πνεύμα, ψυχοσύνθεση, νοημοσύνη, αλαζονεία, εγκέφαλος, διάνοια, διάνοιας, διανόηση, πνεύματος, νόηση