Aikamoinen kreikaksi
Käännös: aikamoinen, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
ουσιαστικός, στερεός, αξιόλογος, αισθητός, πολύτιμος, τιμαλφής, αρκετός, αρκετά, ένα αρκετά, μια αρκετά, αρκετά μια, αρκετά ένα
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: aikamoinen
aapeli aikamoinen, aikamoinen aikamatka, aikamoinen englanniksi, aikamoinen merkitys, aikamoinen oy, aikamoinen kielisanakirja kreikka, aikamoinen kreikaksi
Käännökset
- aikalainen kreikaksi - σύγχρονος, σύγχρονη, σύγχρονο, σύγχρονης, σύγχρονα
- aikamies kreikaksi - ενήλικας, ενήλικος, καλλιεργούνται, που καλλιεργούνται, καλλιεργείται, αναπτύχθηκαν, αυξηθεί
- aikana kreikaksi - ανάμεσα, κατά την διάρκεια, κατά, κατά τη διάρκεια, διάρκεια, κατά τη διάρκεια της
- aikataulu kreikaksi - πρόγραμμα, ωράριο, προγραμματίζω, χρονοδιάγραμμα, χρονοδιαγράμματος, το χρονοδιάγραμμα, χρονοδιάγραμμα που, ...
Satunnaisia sanoja
Aikamoinen kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: ουσιαστικός, στερεός, αξιόλογος, αισθητός, πολύτιμος, τιμαλφής, αρκετός, αρκετά, ένα αρκετά, μια αρκετά, αρκετά μια, αρκετά ένα
Käännökset: ουσιαστικός, στερεός, αξιόλογος, αισθητός, πολύτιμος, τιμαλφής, αρκετός, αρκετά, ένα αρκετά, μια αρκετά, αρκετά μια, αρκετά ένα