Ajo kreikaksi
Käännös: ajo, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
βόλτα, ατραξιόν, ιππεύω, συνεπαίρνω, πίστα, οδήγηση, ίχνη, κυνηγώ, τρέχω, μεταφορά, κυνήγι, ιππασία, μονοπάτι, μεταφέρω, οδήγησης, οδηγήσεως, την οδήγηση, οδηγική
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: ajo
ajo auto, ajo englanniksi, ajo expert, ajo hanskassa, ajo ja lepoaika, ajo kielisanakirja kreikka, ajo kreikaksi
Käännökset
- ajettava kreikaksi - μέτριος, διαβατός, οδηγείται, με γνώμονα, γνώμονα, οδηγούνται, κινείται
- ajettuma kreikaksi - φλεγμονή, πρήξιμο
- ajoittaa kreikaksi - χρόνος, καιρός, προγραμματίζω, φορά, ώρα, πρόγραμμα, χουρμάς, ...
- ajoittain kreikaksi - κατά καιρούς, μερικές φορές, κατά περιόδους, φορές, ενίοτε
Satunnaisia sanoja
Ajo kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: βόλτα, ατραξιόν, ιππεύω, συνεπαίρνω, πίστα, οδήγηση, ίχνη, κυνηγώ, τρέχω, μεταφορά, κυνήγι, ιππασία, μονοπάτι, μεταφέρω, οδήγησης, οδηγήσεως, την οδήγηση, οδηγική
Käännökset: βόλτα, ατραξιόν, ιππεύω, συνεπαίρνω, πίστα, οδήγηση, ίχνη, κυνηγώ, τρέχω, μεταφορά, κυνήγι, ιππασία, μονοπάτι, μεταφέρω, οδήγησης, οδηγήσεως, την οδήγηση, οδηγική