Alin kreikaksi
Käännös: alin, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
ελάχιστος, χαμηλότερες, χαμηλότερο, χαμηλότερη, χαμηλότερα, χαμηλότερης
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: alin
alin englanniksi, alin hoitotuki, alin hyväksytty pistemäärä amk 2013, alin korkea-aste, alin korkeakoulututkinto, alin kielisanakirja kreikka, alin kreikaksi
Käännökset
- alikersantti kreikaksi - αρχιφύλακας, λοχίας, δεκανέας, σωματική, σωματικής, της σωματικής, η σωματική
- alikulkukorkeus kreikaksi - κάθετη απόσταση, κατακόρυφη απόσταση, κατακόρυφο διάκενο, κατακόρυφη απόσταση που, καθαρή κάθετη απόσταση
- alinomaa kreikaksi - πάντοτε, συνεχώς, πάντα, διαρκώς, σταθερά, συνεχή, συνέχεια
- alinomainen kreikaksi - αδιάκοπος, συνεχής, σταθερός, το, η, ο, την, ...
Satunnaisia sanoja
Alin kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: ελάχιστος, χαμηλότερες, χαμηλότερο, χαμηλότερη, χαμηλότερα, χαμηλότερης
Käännökset: ελάχιστος, χαμηλότερες, χαμηλότερο, χαμηλότερη, χαμηλότερα, χαμηλότερης