Alusta kreikaksi
Käännös: alusta, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
πάγκος, βάθρο, βάση, ευτελής, έδρα, κρεβάτι, παγκάκι, έδρανο, σασί, πλαίσιο, πλαισίου, του πλαισίου, εξέδρα
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: alusta
alusta apu, alusta englanniksi, alusta levy, alusta merkitys, alusta mä kaiken alkaisin, alusta kielisanakirja kreikka, alusta kreikaksi
Käännökset
- alusmaa kreikaksi - οικισμός, παροικία, αποικία, κατοχή, κατοχής, της κατοχής, διαθέτει, ...
- alusrakenne kreikaksi - υποδομή, υποδομής, υποκατασκευή, σκελετό, υποκατασκευής
- alustaa kreikaksi - σκιαγράφηση, διατυπώνω, μορφή, φορμά, format, μορφής, μορφότυπο
- alustava kreikaksi - δειλός, προκαταρκτικός, έκδοση προδικαστικής, προκαταρκτική, προκαταρκτικά, προκαταρκτικές
Satunnaisia sanoja
Alusta kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: πάγκος, βάθρο, βάση, ευτελής, έδρα, κρεβάτι, παγκάκι, έδρανο, σασί, πλαίσιο, πλαισίου, του πλαισίου, εξέδρα
Käännökset: πάγκος, βάθρο, βάση, ευτελής, έδρα, κρεβάτι, παγκάκι, έδρανο, σασί, πλαίσιο, πλαισίου, του πλαισίου, εξέδρα