Asento kreikaksi

Käännös: asento, Sanakirja: suomi » kreikka

Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
θέση, τόπος, κύρος, όρθιος, στάση, κορμοστασιά, συμπεριφορά, μέρος, τοποθεσία, τοποθετώ, θέσης, τη θέση, θέση του, η θέση
Asento kreikaksi
Liittyvät sanat
Muut kielet

Liittyvät sanat: asento

asento 96, asento englanniksi, asento englanniksi armeija, asento ja liikeaisti, asento kirja, asento kielisanakirja kreikka, asento kreikaksi

Käännökset

  • asennus kreikaksi - εγκατάσταση, εγκατάστασης, την εγκατάσταση, τοποθέτηση, της εγκατάστασης
  • asentaa kreikaksi - εγκαθιδρύω, εγκαθιστώ, τοποθετώ, συναρμολογώ, εργοστάσιο, φυτό, συναθροίζω, ...
  • asepalvelus kreikaksi - συγκεντρώνομαι, στρατολογία, συγκεντρώνω, στρατιωτική θητεία, στρατιωτικής θητείας, τη στρατιωτική θητεία, της στρατιωτικής θητείας, ...
  • asessori kreikaksi - εκτιμητής, αξιολογητή, βαθμολογητή, αξιολογητής, βαθμολογητής
Satunnaisia sanoja
Asento kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: θέση, τόπος, κύρος, όρθιος, στάση, κορμοστασιά, συμπεριφορά, μέρος, τοποθεσία, τοποθετώ, θέσης, τη θέση, θέση του, η θέση